επισύρω — επισύρω, επέσυρα βλ. πίν. 217 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επισύρω — επέσυρα, μτβ. 1. σέρνω κάτι προς το μέρος μου, προσελκύω: Επισύρει το γενικό θαυμασμό. 2. προκαλώ, προξενώ, συνεπάγομαι: Η κατάχρηση επέσυρε τη γενική αγανάκτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπισεσυρμένα — ἐπισύρω drag perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐπισεσυρμένᾱ , ἐπισύρω drag perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐπισεσυρμένᾱ , ἐπισύρω drag perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένον — ἐπισύρω drag perf part mp masc acc sg ἐπισύρω drag perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυρέντα — ἐπισύρω drag aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπισύρω drag aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεσύρη — ἐπισύρω drag aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρκότων — ἐπισύρω drag perf part act masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένην — ἐπισύρω drag perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένης — ἐπισύρω drag perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισεσυρμένοις — ἐπισύρω drag perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)